δερματικόν

δερματικόν
δερματικός
of skin
masc acc sg
δερματικός
of skin
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δερματικός — ή, ό (AM δερματικός, ή, όν) ο δερμάτινος νεοελλ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα τού ανθρώπου («δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα») αρχ. 1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”